-
1 носок
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > носок
-
2 рог
-а, πλθ. рога, -ов α.1. κέρατο, κέρας•рог оленьи -а τα κέρατα του ελαφιού•
бараний -κέρατο κριαριού.
|| μτφ. καρούμπαλο στο μέτωπο (από χτύπημα).2. κόρνο, κέρας, κεράτιο καθώς και κάθε αντικείμενο από κέρατο ή κερατοειδές.3. μτφ. βραχίονας, μπράτσο•-а якоря οι βραχίονες της άγκυρας.
4. παλ. ακρωτήρι• βραχίονας ποταμού ή θάλασσας.5. πλθ. -а κέρατα (σύμβολο απάτης του συζύγου από τη σύζυγο)•он давно носит -а από καιρό η γυναίκα του του έβαλε κέρατα ή τον κερατώνει.
εκφρ.наставлять -а кому рог – α) βάζω κέρατα στον σύζυγο (τον ατζατίύ). β) βάζω κέρατα στο σύζυγο μιας παντρεμένης (είμαι εραστής της γυναίκας του)•обломать – (κλπ. συνώνυμα)•- а кому – τιθασσεύω, δαμάζω, συνετίζω, σωφρονίζω•сломить (стереть) рог кому – παλ. σπάζω την αντίσταση κάποιου, υποτάσσω•как из -а изобилия – σαν απο το κέρας της Αμάλθειας (άφθονα). -
3 лапа
лап||аж1. (животного) τό πόδι той ζώου·2. (человека) разг ἡ ποδάρα (о ноге)! ἡ χερούκλα (о руке)·3. тех. ἡ σφήνα, ἡ προσαρμογή δύο ξύλων, τό τσιγκέλι:\лапаы якоря τά μπράτσα τής ἄγκυ-ρας, οἱ βραχίονες τής ἀγκυρας· ◊ попасть в \лапаы к кому́-л. πέφτω στά νύχια κάποιου. -
4 веретено
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > веретено
-
5 пята
1. тех. το έρεισμα, το στήριγμα 2. мор. 3. (задняя часть ступни) η φτέρνα, η πτέρνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пята
-
6 рог
1. (твердый вырост из костного вещества на голове некоторых животных) το κέρατο 2. муз. см. рожок (во 2 знач.) 3. тех. о γάντζοςο βραχίοναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рог
-
7 отдача
отдач||аж1. ἡ ἐπιστροφή, ἡ πληρωμή (денег, долга)/ ἡ ἐξόφληση (тк. долга):без \отдачаи (не возвращая) ἀνεπιστρεπτί·2. (огнестрельного оружия) τό λάκτισμα, τό κλωτσημα τῶν ὅπλων3. спорт. ἡ ἀπόκρουση [-ις] (μπάλλας, σφαίρας)·4. тех. ἡ ἀποδοση, ἡ ἀποδοτικότητα·5. мор.:\отдача якоря τό ρίξιμο (τής) ἀγκυρας, τό ἀγ-κυροβόλημα· ◊\отдача внаем (в аренду) ἡ ἐκμίσθωση [-ις], τό νοίκιασμα· \отдача под суд ἡ παραπομπή σέ δίκη. -
8 выборка
-и θ.1. σύρσιμο, τράβηγμα, εξαγωγή, βγάλσιμο•выборка сети το τράβηγμα του αλιευτικού διχτιου•
выборка якоря το τράβηγμα της άγκυρας•
выборка грунта το βγάλσιμο των χωμάτων.
2. πλθ. -и εκλεκτές περικοπές, αποσπάσματα κειμένου.εκφρ.на -у – (απλ.) κατ’ εκλογή, κατ' επιλογή.